- σφόνδυλος
- σφόνδυλοςvertebramasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφόνδυλος — Όργανο περιστρεφόμενο, που διαθέτει μεγάλη ροπή αδρανείας ως προς τον άξονα περιστροφής. Για να επιτευχθεί η μέγιστη τιμή της ροπής αδρανείας με ίση μάζα, ο σ. κατασκευάζεται γενικά σε σχήμα τροχού με πολύ βαριά την εξωτερική στεφάνη. Η ειδική… … Dictionary of Greek
σφονδύλοις — σφόνδυλος vertebra masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφονδύλοισιν — σφόνδυλος vertebra masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφονδύλου — σφόνδυλος vertebra masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφονδύλους — σφόνδυλος vertebra masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφονδύλων — σφόνδυλος vertebra masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφονδύλῳ — σφόνδυλος vertebra masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφόνδυλοι — σφόνδυλος vertebra masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφόνδυλον — σφόνδυλος vertebra masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek